Οι πιο βαριοί χαρακτηρισμοί για τα στελέχη της κυβέρνησης έρχονται από τους πρώην συντρόφους τους. Οπως τον Παύλο Πολάκη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου
Η ελληνική πολιτική ιστορία είναι γεμάτη από βαριές κουβέντες που απεύθυναν πολιτικοί στους αντιπάλους τους.
Για εκλογές «βίας και νοθείας» είχε κατηγορήσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο Γεώργιος Παπανδρέου αμέσως μετά τις εκλογές του 1961. «Εφιάλτη» είχε χαρακτηρίσει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ο Ανδρέας Παπανδρέου υπογραμμίζοντας ότι ποτέ δεν συγχώρεσε στον κάποτε συνάδελφό του στην προδικτατορική κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου τη συμμετοχή στην Αποστασία του 1965. Ότι «κάνει τον υπερπατριώτη» είχε εγκαλέσει τον Αντώνη Σαμαρά ο αείμνηστος Μιλτιάδης Έβερτ.
Από την πολεμική στις ύβρεις
Όμως, μέχρι τώρα δεν είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε χαρακτηρισμούς όπως «ο Τσίπρας είναι το κανίς του Τραμπ» και «ο Πολάκης είναι το κανίς του Τσίπρα», «αγράμματο υποκείμενο» (ενν. ο Πολάκης) ούτε απαντήσεις όπως «Μαρία Αντουανέττα του δικαστικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό».
Και όμως αυτοί οι πολιτικοί χαρακτηρισμοί αντηλλάγησαν όχι μεταξύ προαιώνιων πολιτικών εχθρών, αλλά μεταξύ ανθρώπων που μέχρι πριν από τρία χρόνια ανήκαν στο ίδιο κόμμα και αποδέχονταν εξίσου ως αδιαμφισβήτητη την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα. Ακόμη περισσότερο, μιλάμε για ανθρώπους που και οι δύο είχαν γίνει αποδέκτες της εμπιστοσύνης του Αλέξη Τσίπρα (εφόσον η μία έγινε Πρόεδρος της Βουλής και ο άλλος αναπληρωτής υπουργός).
Θα μπορούσε κανείς να αποδώσει την αιτία αυτών των σκληρών φραστικών εκφράσεων απλώς και μόνο στα προσωπικά χαρακτηριολογικά γνωρίσματα των συγκεκριμένων προσώπων και την ούτως ή άλλως τάση τους προς τη φραστική υπερβολή.
Θα μπορούσε να το συνέδεε με τον τρόπο που πλέον ο δημόσιος λόγος επηρεάζεται από την έντονη φραστική βαναυσότητα που επικρατεί στο χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία και οι δύο πρώην σύντροφοι είναι ιδιαιτέρως ενεργοί.
Θα μπορούσε να το προσπέρναγε ως ένα ακόμη δείγμα της κρίσης του πολιτικού λόγου.
Όμως, όλες αυτές οι ερμηνείες δεν επαρκούν.
Οι πολλοί λόγοι της έντασης
Σε αυτές τις αντιπαραθέσεις είναι σαφές ότι αναδεικνύονται σοβαρότερα ζητήματα που αφορούν το πώς διαμορφώνεται η πολιτική ζωή της χώρας.
Καταρχάς υπάρχει το ίδιο το γεγονός ότι πάντοτε επανέρχεται το βάθος της στροφής του 2015 και του βαθμού στον οποίο αποξένωσε όσους επέμεναν να αναφέρονται σε κάποιου είδους αριστερή πολιτική και μετά είδαν τον πρωθυπουργό να χρειάζεται μόλις 17 ώρες για κάνει μία από τις μεγαλύτερες αναδιπλώσεις στη νεότερη πολιτική ζωή, εφόσον κατέληξε από πολέμιος των μνημονίων ο πιο συνεπής εφαρμοστής τους.
Έπειτα υπάρχει το ίδιο το θέμα της αναπαραγωγής της εύκολης δαιμονοποίησης που είδαμε και στη διάρκεια του κινήματος κατά των μνημονίων. Δηλαδή, πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται από πρώην συντρόφους του την ίδια πολεμική, με την ίδια αφοριστική σκληρότητα, την οποία ασκούσε το ίδιο το κυβερνών κόμμα κατά των αντιπάλων του που με το παραμικρό τους χαρακτήριζε «γερμανοτσολιάδες».
Σε όλα αυτά προστίθεται και το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα η κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αυτή της εύκολης στοχοποίησης των αντιπάλων του, συμπεριλαμβανομένης και της προτροπής «να μπουν μερικοί στη φυλακή». Αυτή την κουλτούρα, που την καλλιέργησε το κυβερνών κόμμα από πριν ανέβει στην εξουσία, είναι λογικό επίσης να την εισπράττει τώρα και ως κριτική ή ακόμη και απειλή από πρώην συντρόφους.
Για «Δικαστήρια [που] στέλνουν και φυλακή» μίλησε και η κ. Κωνσταντοπούλου απευθυνόμενη στον Παύλο Πολάκη, τον κατεξοχήν οπαδό της θεωρίας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εφαρμόσει μέτρα αναδιανομής, να μην μειώσει τις συντάξεις και να «βάλει μερικούς στη φυλακή».
Και ας μην ξεχνάμε ότι δεν είναι μόνον η Ζωή και Πολάκης. Οταν κυνηγούν τον Παναγιώτη Λαφαζάνη οι παλιοί σύντροφοί του, τότε σαφώς στο βασίλειο του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει κάτι πολύ σάπιο.
Σύντροφοι που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα συντροφικοί
Όμως, μένει ένα ερώτημα: πώς γίνεται αυτός ο πολεμικός τόνος να αναπτύσσεται κυρίως μεταξύ πρώην συντρόφων;
Η απλή επίκληση του γεγονότος ότι γνωρίζουν καλά οι μεν τους δε και έτσι μπορούν να ξέρουν και τις αδυναμίες τους, δεν επαρκεί, ιδίως όταν δεν είναι ο πρώτος πολιτικός χώρος που υφίσταται διάσπαση.
Ούτε μπορούμε να τα ανάγουμε αλλά στην κακή κουλτούρα της Αριστεράς που έχει, δυστυχώς, μακρά ιστορία στο να δαιμονοποιεί τους εσωκομματικούς αντιπάλους, συχνά περισσότερο και από τον ταξικό εχθρό. Πόσες φορές δεν χαρακτηρίστηκαν απόψεις ως «οπορτουνιστικές», «δεξιές», ή ακόμη χειρότερα ως «πρακτόρικες»; Τα εγκλήματα της σταλινικής περιόδου είναι ακόμη νωπά όπως και η εκτέλεση με ανυπόστατες κατηγορίες ιστορικών στελεχών των μπολσεβίκων.
Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι οι «σκοτεινές» πλευρές της ιστορίας που μιλάνε. Ούτε ο κ. Πολάκης ούτε η κ. Κωνσταντοπούλου έχουν πια τόσο μεγάλη σχέση με τέτοιες παραδόσεις της αριστεράς, ιδίως μάλιστα εάν αναλογιστούμε ότι η κ. Κωνσταντοπούλου πριν τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κάποια ιδιαίτερη στράτευση στον ευρύτερο αριστερό χώρο.
Γι’ αυτό και πρέπει να δούμε πιο προσεκτικά το πώς φτιάχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και δη ο ΣΥΡΙΖΑ της διεκδίκησης της εξουσίας. Γιατί δεν θα συναντήσουμε ούτε σφιχτές ιδεολογικές δεσμεύσεις ούτε συστηματική επεξεργασία της γραμμής.
Αυτό που θα συναντήσουμε είναι μια μικρή σχετικά κομματική γραφειοκρατία και από εκεί πέρα μια διαρκή προσπάθεια προσεταιρισμού όποιου φάνταζε «συγκρουσιακά αντιμνημονιακός» είτε ερχόταν από την «πάνω Πλατεία», είτε από την «κάτω».
Έτσι αντί για κόμμα φτιάχτηκε ένας ιδιότυπος πολυφωνικός αχταρμάς που σε αντίθεση με τις παραδόσεις της αριστεράς άφηνε μεγάλα περιθώρια σε διάφορες προσωπικότητες, συχνά με μια έντονη αίσθηση του «εγώ τους» (όπως και μεγάλη ιδέα για αυτό), να κάνουν και να λένε ό,τι θέλουν.
Αυτή η αντίληψη μπορεί να απέδωσε εκλογικά, αλλά όταν ήρθε η ώρα της σύγκρουσης, αυτή έγινε τελικά τοξική, εφόσον από απλή ανταλλαγή κριτικών, κατέληξε σε διαρκή ανταλλαγή χτυπημάτων «κάτω από τη ζώνη».
Ήταν αυτός ο τρόπος που φτιάχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ που εξασφάλισε με έναν τρόπο ότι εάν έφτανε σε διάσπαση θα είχαμε τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις.
Γιατί ένα κόμμα φτιαγμένο περισσότερο πάνω στα άφθονα «αντί» και «όχι» που προσέφερε η συγκυρία των μνημονίων, ούτε συντροφικότητα θα οικοδομούσε ούτε πολιτική κουλτούρα διαλόγου και ευπρέπειας.
Γιατί η εύκολη φραστική σκληρότητα τις περισσότερες φορές απλώς αναδεικνύει την απουσία στρατηγικών πολιτικών επιχειρημάτων.
Από όλες τις πλευρές.
Πηγή: in.gr
Leave a comment