Ο τρόπος που η κυβερνητική πλειοψηφία επέλεξε να ανοίξει τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης οδηγεί σε ένα σκηνικό πόλωσης, την ώρα που η χώρα έχει ανάγκη να κάνει σοβαρή κουβέντα για την «επόμενη μέρα»
Μια συζήτηση στο κοινοβούλιο για την κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία που είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος και η οποία την επόμενη μέρα απλώς σχολιάζεται ως προς το εάν ήταν πετυχημένες οι ατάκες για τον… πρόεδρο (για την ακρίβεια, αντιπρόεδρο) του Εδεσσαΐκού, είναι απλώς ένα σύμπτωμα μιας συνολικότερης κρίσης του δημόσιου πολιτικού διαλόγου στη χώρα μας.
Η κύρια ευθύνη για αυτό βρίσκεται στον τρόπο που η κυβέρνηση επέλεξε καιροσκοπικά να ανοίξει τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης αποβλέποντας όχι στην επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου αλλά στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκότερου προεκλογικού κλίματος. Ενός κλίματος που όμως έχει και «θυσίες». Η επιλογή του Μαξίμου να χτυπήσει τον Κώστα Σημίτη και να ανοίξει θέματα που στοχοποιούν πολιτικούς αντιπάλους, ακόμη και χωρίς στοιχεία και η «εντολή» στον Πάνο Καμμένο να κάνει τη «βρόμικη» δουλειά επιτιθέμενος στους πάντες, οδηγεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα: Οτι η Ελλάδα βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί με την κυβέρνηση να «καίει τα σπαρτά» αδιαφορώντας για τη ζημιά που αφήνει.
Μια συνταγματική αναθεώρηση με το βλέμμα στις κάλπες
Η ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος έχει υποστηριχτεί από όλες τις πλευρές. Το κείμενο του Συντάγματος, στη σημερινή του μορφή, εξακολουθεί να μην μπορεί να απαντήσει σε προκλήσεις που αναδύονται, είτε σε σχέση με τις νέες απειλές για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα, είτε σε σχέση με την αντιμετώπιση του χρόνιου «δημοκρατικού ελλείμματος», είτε για τη διαχείριση των εντάσεων στη σχέση μας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Άλλωστε, μόνο το γεγονός ότι μια σειρά πρόσφατων αποφάσεων των δικαστηρίων καταδεικνύουν ότι στην περίοδο των μνημονίων η νομοθετική εξουσία παραβίασε συχνά, έστω και υπό το κράτος εκβιασμού που επέβαλαν οι δανειστές, βασικές συνταγματικές αρχές, αρκεί για να εντοπίσει πλευρές του προβλήματος.
Όμως, την ίδια στιγμή που η αναγκαιότητα προκύπτει, αναδύεται και το ερώτημα για την ωριμότητα του ίδιου του πολιτικού συστήματος να αντεπεξέλθει σε αυτό το καθήκον.
Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι οι διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις θα μπορούσαν να αρθρώσουν τι σημαίνει σήμερα στον πυρήνα της είτε μια «προοδευτική» είτε μια «φιλελεύθερη» πρόταση για το Σύνταγμα. Θα σήμαινε ακόμη ότι θα είχαν επεξεργαστεί τις προτάσεις, θα είχαν ελέγξει το θεσμικά εφικτό τους, θα μπορούσαν να εξηγήσουν υπό ποιες προϋποθέσεις αυτές οι αλλαγές θα κάνουν τα πράγματα καλύτερα.
Αντ’ αυτού είδαμε κυρίως από την κυβερνητική πλευρά αλλά ως ένα βαθμό και από την αντιπολίτευση, προτάσεις η χρησιμότητα των οποίων περιοριζόταν στη διατύπωση κομματικών πολιτικών αιτημάτων με περίβλημα συνταγματικής αναθεώρησης.
Από το χωρισμό εκκλησίας κράτους που υποβιβάστηκε σε μια απλή επίκληση «θρησκευτικής ουδετερότητας» με ασαφή θεσμική δραστικότητα, μέχρι προτάσεις όπως η «συνταγματοποίηση» των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, παραβλέποντας ότι η δημοσιονομική πολιτική κρίνεται με όρους οικονομικής συγκυρίας και όχι πάγιας ρύθμισης, τα σχετικά παραδείγματα είναι αρκετά.
Ο κίνδυνος της «χαμένης ευκαιρίας»
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια συζήτηση που δεν αποσκοπεί στο να αναζητηθούν συναινέσεις εξαρχής ή τουλάχιστον να διαμορφωθούν ισχυρά μπλοκ υπέρ κάποιων αλλαγών, παρά μόνο σε μια καταγραφή συσχετισμών.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να πάει με τη δική του πρόταση και άρα οι προτάσεις να κριθούν αναθεωρητές απλώς με απόλυτη πλειοψηφία, έτσι ώστε να διεκδικήσει την ψήφο και στο όνομα των συνταγματικών αλλαγών που θα μπορούσαν να γίνουν, γνωρίζοντας ότι η ανάγκη πλειοψηφίας τριών πέμπτων στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή θα οδηγήσει σε ελάχιστες τελικά αλλαγές και σε μια χαμένη ευκαιρία αναθεώρησης.
Αυτή του η επιλογή αντίστοιχα παρέσυρε και τη ΝΔ σε μια πρόταση να υπερψηφιστούν με μεγάλη πλειοψηφία τριών πέμπτων όλες οι αναθεωρητές προτάσεις, ώστε στην επόμενη Βουλή να χρειάζεται απλώς απόλυτη πλειοψηφία για να γίνουν οι αναθεωρήσεις, μια πρόταση που ισοδυναμεί επίσης με προεκλογική εργαλειοποίηση της αναθεώρησης («ψηφίστε με ώστε η δική μου πρόταση και διατύπωση να γίνει περάσει τελικά»).
Αυτό δημιουργεί τον πραγματικό κίνδυνο τελικά αυτή η αναθεωρητική διαδικασία να μην έχει τελικά κάποιο σοβαρό αποτέλεσμα και το αίτημα της απόκτησης ενός πιο εκσυγχρονισμένου και σοβαρού καταστατικού χάρτη να μείνει ουσιωδώς αναπάντητο.
Το σκηνικό της πόλωσης
Όλα αυτά επιτείνονται και από τη σαφή επιλογή ενός σκηνικού προεκλογικής πόλωσης.
Αυτή δεν περιορίζεται απλώς στην ανταλλαγή πολεμικών τοποθετήσεων και την υιοθέτηση υψηλών τόνων. Βασική της πλευρά είναι και η προσπάθεια ποινικοποίησης.
Το «δόγμα Πολάκη» ολοένα και περισσότερο και γίνεται πράξη, μέσα από μια συστηματική προσπάθεια να αποδοθούν όχι μόνο πολιτικές ευθύνες για τα υπαρκτά προβλήματα κακοδιαχείρισης της προηγούμενης περιόδου αλλά και ποινικών ευθυνών.
Μικρή σημασία έχει η διαπίστωση, που έχει γίνει από διάφορες πλευρές, ότι δικογραφίες και πορίσματα εξεταστικών επιτροπών που δεν έχουν τεκμηρίωση και σαφή εξατομίκευση ευθυνών, μπορεί να δημιουργούν εντυπώσεις, αλλά στο τέλος κινδυνεύουν να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα δηλαδή στην ατιμωρησία και τελικά στη συγκάλυψη των μηχανισμών που γεννούν τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης και τα σκάνδαλα.
Το βασικό είναι ένα ευρύ φάσμα πολιτικών αντιπάλων, είτε ενεργών, είτε ακόμη και από καιρό αποσυρμένων από την ενεργό πολιτικών, όπως και οι πολιτικοί τους χώροι, να προσέλθουν στην προεκλογική αρένα στιγματισμένοι από μια ποινική διερεύνηση, ακόμη και εάν δεν έχει καν κατοχυρωθεί σαφώς ούτε καν η πολιτική τους ευθύνη.
Γι’ αυτό και ζούμε το παράδοξο το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος να μην έχει σαφή γνώμη περί του περιεχομένου του εκάστοτε σκανδάλου, αλλά παρ’ όλα αυτά να γνωρίζει ποιοι είναι οι πολιτικοί που εμπλέκονται σε αυτά.
Η συζήτηση που δεν γίνεται
Το χειρότερο είναι ότι μέσα σε όλο αυτό το κλίμα δεν είναι μόνο η συνταγματική αναθεώρηση που δεν συζητιέται με τον τρόπο που θα της αναλογούσε.
Γιατί αυτό που ξεχνιέται σε όλη αυτή τη συζήτηση είναι ότι τα ανοιχτά ερωτήματα της χώρας δεν περιορίζονται στο αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών.
Τα ανοιχτά ερωτήματα αφορούν την ίδια την πορεία μιας χώρα, που πέρασε μια μακρόχρονη «θεραπεία σοκ», βγήκε από αυτήν βαθιά τραυματισμένη και αναζητά προοπτική σε ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο αντιφατικό και δύσβατο.
Από την αμηχανία των ευρωπαϊκών θεσμών για την επόμενη μέρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μέχρι το φόβο για μια νέα επικείμενη οικονομική ύφεση και από το αχαρτογράφητο τοπίο των εμπορικών πολέμων μέχρι τις πολλαπλές παρενέργειες του «νέου Ψυχρού Πολέμου», αυτά είναι τα ζητήματα που κανονικά θα έπρεπε να κυριαρχούν στο δημόσιο βίο της χώρας, μαζί με τα ερωτήματα για ένα αναπτυξιακό μοντέλο που θα μπορεί να είναι βιώσιμο και για μια λειτουργία των θεσμών που θα μπορούσε να επαναφέρει όχι απλώς την «κανονικότητα» αλλά και την αισιοδοξία για ένα καλύτερο αύριο.
Ότι αντί για αυτή τη συζήτηση, το πολιτικό σύστημα απλώς αναζητά «ατάκες» και «στρατηγήματα» για την προεκλογική μάχη, ακόμη και εντός κορυφαίων θεσμικών διεργασιών, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι το «ελληνικό πρόβλημα» απέχει από το να έχει λυθεί.
Πηγή: in.gr
Leave a comment