Του Ferdinando Giugliano
Αν σκεφτεί κανείς τις απλόχερες υποσχέσεις στις προεκλογικές καμπάνιες, οι λέξεις "επανεξέταση της πολιτικής" δεν είναι οι πρώτες που έρχονται στο μυαλό. Και όμως, στον κόσμο των κεντρικών τραπεζιτών, το κάλεσμα του Olli Rehn για μια συνολική επανεξέταση των στόχων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει πρωταγωνιστήσει στον αγώνα για την διαδοχή του Mario Draghi.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ παραιτείται στα τέλη Οκτωβρίου και ο Rehn, κυβερνήτης της Τράπεζας της Φινλανδίας, είναι υποψήφιος για την αντικατάστασή του. Η λίστα με τους υποψηφίους περιλαμβάνει επίσης τον Jens Weidmann, πρόεδρο της Bundesbank της Γερμανίας, και τον Francois Villeroy de Galhau της Τράπεζας της Γαλλίας (ο οποίος μόλις έγινε φαβορί, σύμφωνα με έρευνα των οικονομολόγων του Bloomberg).
Ο Rehn δεν επιβεβαίωσε ότι θα είναι υποψήφιος, αλλά η έκκλησή του για επανεξέταση της πολιτικής -συμπεριλαμβανομένης μιας ενδεχόμενης επανεξέτασης του στόχου της ΕΚΤ για πληθωρισμό κάτω αλλά πλησίον του 2% - δίνει μία ξεχωριστή διάσταση στις εκλογές. Ο Φινλανδός γνωρίζει πολλά γύρω από την πολιτική: ήταν βουλευτής και υπουργός Οικονομικών στην πατρίδα του, και δύο φορές Ευρωπαίος Επίτροπος, και απέκτησε εμπειρία και κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της ευρωζώνης όταν ήταν υπεύθυνος για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις.
Άσχετα με την προεκλογική εκστρατεία, το ερώτημα εάν η ΕΚΤ θα πρέπει να αναδιοργανώσει τους στόχους και τις δραστηριότητές της, είναι ενδιαφέρον, αν και δύσκολο να απαντηθεί. Είναι βέβαιο ότι θα τεθεί όταν οι πολιτικοί ηγέτες συναντηθούν για να συζητήσουν τη διαδοχή του Draghi. Ο Peter Praet, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, προειδοποίησε αυτή την εβδομάδα για το γεγονός ότι οι αξιωματούχοι της τράπεζας θα πρέπει να σκεφτούν την αναδιοργάνωση πολύ σοβαρά. "Όταν προχωρά κανείς σε δημόσιες δηλώσεις, μπορεί αυτές να εκληφθούν με λάθος τρόπο", είπε σε μια εκδήλωση των Financial Times στη Φρανκφούρτη. Οι επενδυτές ενδέχεται να προσπαθήσουν να υποθέσουν τι αποτέλεσμα θέλει να έχει η ΕΚΤ και αυτό θα επηρεάσει τις αγορές νομισμάτων και ομολόγων.
Εντούτοις, αυτή είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή για την κεντρική τράπεζα της ευρωζώνης να επανεξετάσει τους στόχους της. Αρχικά, έχουν περάσει 20 χρόνια από την έναρξη του ενιαίου νομίσματος και 16 χρόνια από τότε που η ΕΚΤ άλλαξε τελευταία τη στρατηγική της - αρκετός καιρός για να εξετάσει μια νέα προσέγγιση. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει μόλις ξεκινήσει μια παρόμοια άσκηση και θα κάνει τον απολογισμό της στο πρώτο εξάμηνο του 2020. Η Fed εξακολουθεί να είναι η σημαντικότερη κεντρική τράπεζα στον κόσμο, επομένως είναι λογικό για την ΕΚΤ να κάνει την κίνησή της παίρνοντας παράδειγμα από το τι επέλεξαν να κάνουν οι Αμερικανοί.
Σε αντίθεση με την ΕΚΤ, της οποίας ο στόχος είναι κατά βάση η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, η Fed έχει διπλούς στόχους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η επίτευξη της μέγιστης απασχόλησης. Αυτοί καθορίζονται από το Κογκρέσο των ΗΠΑ και, ως εκ τούτου, αποκλείονται από την αναθεώρηση. Ωστόσο, η Fed μπορεί να αποφασίσει ότι υπάρχουν καλύτεροι τρόποι για να επιτευχθεί ο στόχος του 2% για τον πληθωρισμό, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής του τρόπου επικοινωνίας της σκέψης της.
Ανεξάρτητα από το τι κάνει η Fed, μια αλλαγή πολιτικής μπορεί να βοηθήσει την ΕΚΤ να απαντήσει στους επικριτές της που λένε ότι έχει εξαντλήσει τα όπλα για την καταπολέμηση της επόμενης ύφεσης. Αυτοί οι φόβοι είναι σε μεγάλο βαθμό άστοχοι: Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο επόμενος πρόεδρος της τράπεζας να μην είναι πρόθυμος να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του. Ωστόσο, τα τελευταία πέντε χρόνια, η ΕΚΤ συχνά δεν φτάνει το στόχο για πληθωρισμό κοντά στο 2%, παρά το διαμοιρασμό φθηνού χρήματος. Είναι λογικό να αναζητά έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο για την προώθηση της ανάπτυξης.
Πράγματι, υπάρχει μια απλή αλλαγή με την οποία πρέπει να ξεκινήσει η ΕΚΤ: Ο καθορισμός του στόχου για τον πληθωρισμό αυστηρά στο 2%, ώστε να μην υπάρχει αποπληθωριστική τάση. Αυτή η αλλαγή θα έφερνε την τράπεζα πιο κοντά σε άλλους σημαντικούς νομισματικούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων της Fed και της Τράπεζας της Αγγλίας, και θα απέτρεπε πιθανές αυθαιρεσίες στις ενέργειες του επόμενου προέδρου. Το σημερινό "κάτω, αλλά πλησίον του 2%” μπορεί να σημαίνει οποιοδήποτε νούμερο από το 1,6% έως το 1,9%, γεγονός που υποδηλώνει διαφορετικά "μονοπάτια” για τη νομισματική πολιτική. Ένας σταθερός στόχος για 2% θα δείξει επίσης ότι η ΕΚΤ νοιάζεται περισσότερο από ό,τι έχει δείξει μέχρι στιγμής για τις περιόδους αργής αύξησης των τιμών.
Ακόμα και μια τέτοια αλλαγή, που μοιάζει μικρής σημασίας, θα ήταν δύσκολο να επικοινωνηθεί πολιτικά και θα μπορούσε να εξαγριώσει τα "γεράκια" του πληθωρισμού στη γερμανική Bundesbank και αλλού. Η αλλαγή μπορεί να μην είναι αρκετή από μόνη της για την τόνωση του πληθωρισμού και της ανάπτυξης. Στο κάτω κάτω, το να πει κανείς ότι στοχεύει στο 2% δεν σημαίνει ότι θα το φτάσει κιόλας.
Εάν όμως η ΕΚΤ προχωρήσει σε μία επανεξέταση της πολιτικής της, αυτό θα αποτελούσε μία χρήσιμη αλλαγή κατεύθυνσης. Όποιος διαδεχτεί τον Draghi - είτε αυτός είναι ο Rehn είτε κάποιος άλλος - θα ήταν συνετό να το εξετάσει.
Πηγή: capital.gr
Leave a comment