Η επικείμενη αρχική δημόσια προσφορά της Uber Technologies υπόσχεται να είναι ένα μεγαλειώδες γεγονός με περισσότερους από έναν τρόπους. Αν όλα πάνε κατά τον προγραμματισμό, οι επενδυτές - συμπεριλαμβανομένων των οδηγών της Uber και των διαχειριστών κεφαλαίων που ενεργούν για λογαριασμό συνταξιούχων και άλλων- θα χορηγήσουν στην εταιρεία ride-hailing έως και 9 δισ. δολάρια με εκπληκτικά μικρές ενδείξεις για το τι παίρνουν σε αντάλλαγμα.
Αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε να λειτουργεί η χρηματιστηριακή αγορά. Για να αποκατασταθεί κάποια πειθαρχία, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τους κανόνες.
Όπως και πολλοί από τους "μονόκερους" που έχουν εισέλθει στην αγορά τα τελευταία χρόνια -συμπεριλαμβανομένων των Lyft, Snap και Pinterest- η Uber ζητά από τους επενδυτές καλή πίστη. Οι παραδοσιακά απαιτούμενες ενημερώσεις, όπως οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της τελευταίας τριετίας, επιβεβαιώνουν ως επί το πλείστον δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσιες ζημιές. Πέρα από αυτό βρίσκεται το μεγάλο άγνωστο. Το ενημερωτικό δελτίο της Uber προσφέρει την πιο αόριστη εικόνα του τρόπου με τον οποίο σκοπεύει να επιτύχει κέρδη που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια αποτίμηση 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων ή και παραπάνω. Δίνει ελάχιστες πληροφορίες για τα αναδυόμενα εγχειρήματα όπως τα σκούτερ και τα μηχανοκίνητα οχήματα που υποτίθεται ότι θα μπουν στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξής της.
Θα σκεφτόταν κανείς ότι η απουσία πληροφοριών θα ωθούσε τους επενδυτές να είναι επιφυλακτικοί. Έτσι θα έπρεπε. Φαίνεται, ωστόσο, να αναδύεται μια ανησυχητική δυναμική: ο φόβος να "χάσουν το τρένο". Οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές αγοράζουν για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα χάσουν το προβάδισμα από τους ομολόγους τους. Αυτό δίνει στους πελάτες τους μια κακή συμφωνία. Το χειρότερο είναι ότι, στην πορεία, οι αγοραστές της IPO μπορεί να συμφωνήσουν σε όρους που θα υπονομεύουν την όλη την ιδέα της δημόσιας ιδιοκτησίας των εταιρειών.
Πάρτε για παράδειγμα την επανεμφάνιση των προσφορών που δίνουν σε μια κατηγορία μετόχων περισσότερα δικαιώματα ψήφου από άλλους. Η Uber, προς τιμήν της, αποφάσισε ενάντια σε αυτό. Αλλά οι εσωτερικοί παράγοντες στην Facebook, την Snap, την Lyft και πολλές άλλες χρησιμοποίησαν δομές διπλής κλάσης για να διατηρήσουν τον έλεγχο ενώ συγκέντρωσαν χρήματα από το κοινό. Από το 2015 έως το 2018, το 20% όλων των δημόσιων εγγραφών και το 35% των IPO τεχνολογίας σχεδιάστηκαν με αυτόν τον τρόπο. Αρχικά, η προσφορά διπλής κλάσης μπορεί να βοηθήσει τους ιδρυτές να εκπληρώσουν τα οράματά τους και με αυτόν τον τρόπο να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των ιδιοκτητών της δεύτερης κλάσης. Αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτή η δομή είναι ικανή να δημιουργήσει μια εδραιωμένη ελίτ που θα μπορεί να επικρατεί με τα δικαιώματα ψηφοφορίας έναντι των απλών επενδυτών σχεδόν σε ο,τιδήποτε. Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτή η έλλειψη λογοδοσίας τελικά καταστρέφει την αξία.
Η αποκάλυψη και η δομή της ιδιοκτησίας χρήζουν κάποιας προσοχής από τις ρυθμιστικές αρχές. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να αναμένεται από τις εταιρείες που εισέρχονται στο χρηματιστήριο να μοιράζονται τους δείκτες που χρησιμοποιούν πραγματικά για τη διαχείριση των δραστηριοτήτων τους -συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων στόχων και στρατηγικών για τον μετριασμό των κινδύνων. Αυτό δεν θα πρέπει να είναι επαχθές, διότι οι εταιρείες τυπικά παρέχουν ούτως ή άλλως τέτοιες πληροφορίες στους ιδιώτες επενδυτές τους. Έχοντας την προσδοκία αυτής της ενημέρωσης, εάν οι εταιρείες δεν έχουν τέτοιες πληροφορίες για να προσφέρουν, οι εξωτερικοί επενδυτές ίσως το βρουν ευκολότερο να κάνουν μια παύση προτού συρρεύσουν.
Θα πρέπει να υπάρχουν όρια και για τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι επενδυτές. Τα τελευταία χρόνια, ορισμένες εταιρείες -όπως η Smartsheet και η Twilio – προχώρησαν σε εκδόσεις διπλής κλάσης στις οποίες τα δικαιώματα ψήφου λήγουν μετά το πέρας ενός συγκεκριμένο αριθμού ετών. Αυτές οι προβλέψεις διατηρούν τα πιθανά οφέλη της παραχώρησης του αρχικού ελέγχου στα χέρια των ιδρυτών, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο δημιουργίας δυναστικού κληρονομικού δικαιώματος υπέρ αυτών. Αυτός είναι ένας λογικός συμβιβασμός. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή τα χρηματιστήρια που εποπτεύει θα πρέπει να καταστήσουν υποχρεωτικές αυτές τις προβλέψεις.
Ως έδρα των μεγαλύτερων και βαθύτερων κεφαλαιαγορών στον κόσμο, οι ΗΠΑ καθορίζουν τα πρότυπα για τον υπόλοιπο κόσμο. Ο πρόεδρος της SEC, Jay Clayton, δήλωσε ότι τα πρότυπα αυτά πρέπει να εξελιχθούν μαζί με τις αγορές. Έχει δίκιο, και εδώ παρουσιάζεται μια ευκαιρία να εφαρμοστεί αυτό.
Πηγή: capital.gr
Leave a comment