Δεν είναι πια ζήτημα πρόβλεψης: προϋποθέτει ικανότητες πραγματικής μαντείας. Η πορεία που θα ακολουθήσει η τιμή του "μαύρου χρυσού" αποτελεί το μεγαλύτερο οικονομικό αλλά και πολιτικό ερώτημα των ημερών, οδηγώντας τις αγορές σε σπασμωδικές αντιδράσεις.
Σε μια συγκυρία κατά την οποία οι τιμές της τάξης των 50 δολαρίων ανά βαρέλι αποτελούν προ πολλού παρελθόν, κάθε επιμέρους εξέλιξη λειτουργεί πολλαπλασιαστικά στην ανησυχία ή την επιθυμία εφησυχασμού – γιατί δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί η ευρύτερη τάση.
Κάτι τέτοιο δεν είναι βεβαίως παράδοξο, αφού η πετρελαϊκή αγορά είναι κατεξοχήν χαοτική. Οι κατευθύνσεις που ακολουθεί δεν αποτελούν απλώς συνάρτηση της αγοράς και της ζήτησης, αλλά υπακούουν και σε γεωπολιτικές μεταβλητές και στρεβλώνονται από χρηματιστηριακές πράξεις. Άλλωστε, η ίδια η ζήτηση αποτελεί ένα αίνιγμα, εφόσον καθορίζεται από τους ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ μακροπρόθεσμα θα κριθεί από τον ρυθμό της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Αλλά και το επίπεδο της παραγωγής κάθε άλλο παρά αποτελεί δεδομένο: οι "προφητείες" για το επικείμενο τέλος της εποχής των υδρογονανθράκων έχουν επανειλημμένα διαψευσθεί με τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων. Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος ή η πτώση της τιμής εκδηλώνεται με "διαφορά φάσης": η άφθονη τροφοδοσία της αγοράς ισοπεδώνει τις επενδύσεις σε νέες πηγές και τεχνικές εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα το απότομο πέρασμα σε μια αγορά πολύ πιο "στενή". Και το αντίστροφο.
Αλλαγή ρόλων
Αλλά και οι πρωταγωνιστές του παιχνιδιού δεν μένουν οι ίδιοι. Λόγου χάρη, οι ΗΠΑ δεν αποτελούν πλέον απλώς τον γεωπολιτικό ρυθμιστή και εγγυητή της παγκόσμιας ροής του πετρελαίου, αλλά, χάρη στην τεχνολογική επανάσταση των σχιστολιθικών υδρογοναθράκων (στην οποία επενδύθηκαν 100 δισ. δολάρια από το 2008), έχουν μετατραπεί σε παραγωγό πρώτης γραμμής, απεξαρτημένο ενεργειακά σε ό,τι αφορά το εσωτερικό του και αποφασισμένο να κατακτήσει και ξένες αγορές.
Ο ΟΠΕΚ, πάλι, δεν συνασπίζει πια όσους κρατούν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, ενώ οι μικρότεροι παίκτες στο εσωτερικό του έχουν υποβαθμιστεί, με μόνη τη Σαουδική Αραβία να έχει την παραγωγική δυναμικότητα που της επιτρέπει εκείνες τις αυξομειώσεις εξαγωγών που να λειτουργούν ρυθμιστικά για τις τιμές. Εξού και ο πραγματικός συντονισμός διεξάγεται, στο νεότευκτο σχήμα του ΟΠΕΚ+, με τον μεγαλύτερο παραγωγό εκτός του καρτέλ, τη Ρωσία.
Εξωοικονομικά μέσα
Αυτοματισμός της αγοράς δεν υπάρχει σε ένα τοπίο όπου οι πραγματικοί δρώντες είναι κράτη, ικανά να επιβάλουν τις επιδιώξεις τους εξωοικονομικά –ή, στην περίπτωση των ΗΠΑ, με τη "στρατιωτικοποίηση" του προνομίου που δίνει ο ρόλος του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού. Και αυτό ακριβώς χρωματίζει τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών.
Ανάμεσα στις τρεις γωνίες του τριγώνου ΗΠΑ, Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας κινήσεις επιθετικές συνδυάζονται με μηνύματα συνδιαλλαγής και εναλλαγές συμμαχιών, αλλά το κυρίαρχο ερώτημα είναι ένα: ποιο επίπεδο τιμών θα εγγυηθεί τη διεθνή θέση τους (συμπιέζοντας ανταγωνιστές με υψηλότερο κόστος εξόρυξης και, άρα, μικρότερα περιθώρια κερδοφορίας), χωρίς να τραυματίσει την εγχώρια κατανάλωση ή τη γενικότερη δημοσιονομική τους ευρωστία;
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο Προϋπολογισμός της Σαουδικής Αραβίας για το 2019 δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τη διατήρηση των τιμών του πετρελαίου στην περιοχή των 80 με 85 δολαρίων ανά βαρέλι. Το σχέδιο του Ριάντ για διαφοροποίηση της οικονομίας του μέσω γιγαντιαίων επενδύσεων προς το παρόν στηρίζεται ακριβώς στον κλάδο που αντιστοιχεί στο 50% του σαουδαραβικού ΑΕΠ.
Για τον Ντόναλντ Τραμπ η πετρελαϊκή πολιτική βρίσκεται στην καρδιά των ενδιαφερόντων και της στρατηγικής του. Δεν είναι αμελητέο ότι ο Ρεξ Τίλερσον, πρώτος υπουργός Εξωτερικών που διόρισε, προερχόταν από τις τάξεις της ExxonMobil, ενώ και ο διάδοχός του, Μάικλ Πομπέο, έχει θητεύσει από το 2006 έως το 2010 ως διευθυντής της Sentry International στο Κάνσας.
Οι κατευθύνσεις των ΗΠΑ
Η ομιλία του τελευταίου στις 12 Μαρτίου στην CERAweek, κορυφαίο φόρουμ του ενεργειακού κλάδου στο Χιούστον του Τέξας, ήταν ένα ύμνος στην νέα εποχή ενεργειακών ανακαλύψεων, εφάμιλλων, όπως είπε, της εποχής του Κολόμβου και του Μαγγελάνου, που έχουν επιτρέψει στις ΗΠΑ να αποτινάξουν το βάρος της κάλυψης μέχρι πρόσφατα του 60% των αναγκών τους από εισαγωγές.
Ήταν, ακόμα, ένα εκτενές εγκώμιο στη "διαφοροποίηση των πηγών τροφοδοσίας", που πρακτικά μεταφράζεται σε αύξηση των αμερικανικών εξαγωγών πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, την Ιαπωνία, τη Νότιο Κορέα κ.ο.κ. Αλλά ήταν, επίσης, και ένα "πολεμικό σάλπισμα" απέναντι σε χώρες, όπως η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν, η Βενεζουέλα και η Συρία, που χρησιμοποιούν τις ενεργειακές τους δυνατότητες για να αποκτήσουν αθέμιτη επιρροή σε τρίτα κράτη ή να παρεμποδίσουν την ανάπτυξη των γειτόνων τους (όπως δείχνουν οι διεκδικήσεις του Πεκίνου στη Νότια Σινική Θάλασσα με τον μεγάλο θαλάσσιο πλούτο).
Καθόλου τυχαία, όλες αυτές οι χώρες βρίσκονται στο στόχαστρο αμερικανικών κυρώσεων, ιδίως στον τομέα της ενέργειας, ή δασμών – με την πίεση να μεταφέρεται και προς κάθε τρίτο, ο οποίος θα βρεθεί αντιμέτωπος με το "μακρύ χέρι" του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών εάν θελήσει να συναλλαχθεί μαζί τους.
Είναι απορίας άξιον αν αυτού του τύπου η επιθετικότητα (λ.χ. η προσπάθεια να αποκλειστούν το Ιράν και η Βενεζουέλα από τη διεθνή αγορά, να παρεμποδιστεί η αξιοποίηση των συριακών κοιτασμάτων ή να ακυρωθούν οι ρωσικοί αγωγοί αερίου NordStream 2 και Turkish Stream) εργαλειοποιεί τους υδρογονάνθρακες για άμεσους πολιτικούς στόχους ή, αντίθετα, αποβλέπει στη σφαιρικότερη οχύρωση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας, αφαιρώντας από τις αγορές εκείνους τους προμηθευτές που θα καθιστούσαν την επένδυση στους σχιστόλιθους μη ανταγωνιστική.
Οι βασικές εστίες κρίσης και οι αντιδράσεις των πρωταγωνιστών
Οι αισιόδοξοι θεωρούν ότι η προσπάθεια Τραμπ να μηδενιστούν οι εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου από 1η Μαΐου δεν πρόκειται να έχουν αισθητό αντίκτυπο στην αγορά, καθώς οι κραδασμοί θα απορροφηθούν από τη δηλωμένη ετοιμότητα της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων να αυξήσουν σε αντίστοιχο ποσοστό τις εξαγωγές τους, αντισταθμίζοντας τις όποιες απώλειες της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Οι απαισιόδοξοι, ωστόσο, θεωρούν ότι το ρίσκο είναι μεγάλο – σε συνδυασμό με τη ραγδαία κατάρρευση των εξαγωγών της Βενεζουέλας λόγω της πολιτικο-οικονομικής κρίσης της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας και την αναταραχή στη Λιβύη από την προέλαση των δυνάμεων του στρατηγού Χαλίφα Χάφταρ ενάντια στη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση στην Τρίπολη, με αποτέλεσμα να απειλείται η απώλεια εξαγωγών ύψους 650.000-700.000 βαρελιών ημερησίως.
Οι ίδιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι συγκλίνουν οι όροι για μια "τέλεια θύελλα" στην πετρελαϊκή αγορά, η οποία, από ειρωνεία της τύχης, πρόκειται πρωτίστως να πλήξει το εκλογικό κοινό του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ.
Σε κάθε περίπτωση, ούτε η κρίση της Βενεζουέλας πρόκειται να λήξει σύντομα, ούτε και ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη, ο οποίος μοιάζει ολοένα και περισσότερο με παρασκηνιακό πόλεμο ανάμεσα στη λιβυκή ΕΝΙ και τη γαλλική Total.
Σε αυτό το τοπίο έρχεται η απόφαση να τερματιστεί η εξαίρεση της Κίνας, της Ινδίας, της Ιαπωνίας, της Ταϊβάν, της Νότιας Κορέας, της Ιταλίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας από τις αμερικανικές κυρώσεις για την αγορά ιρανικού πετρελαίου (όπως και η προηγούμενη ανακήρυξη σε τρομοκρατική οργάνωση των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης, οι οποίοι ελέγχουν την πετρελαϊκή παραγωγή της χώρας).
Μπορεί, βεβαίως, ο Τραμπ να βασιστεί στον σχιστολιθικό κλάδο της χώρας του, ο οποίος κατά το πρόσφατο παρελθόν έχει κάνει θαύματα, αυξάνοντας από πέρσι την παραγωγή του κατά 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, στο ιστορικό υψηλό των 12,1 εκατ. βαρελιών. Όμως ενδέχεται να φτάνει στα όριά του και πάντως δεν είναι βέβαιο ότι θα προσφέρει βραχυπρόθεσμες λύσεις. Η παραγωγικότητά του συνεχίζει να βελτιώνεται, όμως η κερδοφορία έχει περάσει το ζενίθ της και οι επενδύσεις έχουν αρχίσει να στερεύουν.
Το μήνυμα του Ριάντ
Συνεπώς, η εξάρτηση της Ουάσινγκτον από τη Σαουδική Αραβία προορίζεται να μεγαλώσει. Πάντως ο Σαουδάραβας υπουργός Ενέργειας, Χαλίντ αλ-Φαλίχ, δήλωσε μεν ότι η χώρα του θα ανταποκριθεί στις ανάγκες των πελατών της εάν της ζητηθεί περισσότερο πετρέλαιο, αλλά δεν βλέπει ανάγκη να αυξηθεί η παραγωγή πετρελαίου αμέσως, επικαλούμενος τα θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς.
"Τα αποθέματα συνεχίζουν να αυξάνονται παρά τα όσα συμβαίνουν στη Βενεζουέλα και παρά την αυστηροποίηση των κυρώσεων σε βάρος του Ιράν", σημείωσε – και οι ανακοινώσεις του υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ την Τετάρτη ήρθαν να τον επιβεβαιώσουν.
Στην πραγματικότητα, ο Σαουδάραβας υπουργός έχει να νοιαστεί και για τη συνοχή του ΟΠΕΚ+, καθώς η συμφωνία Ριάντ και Μόσχας προβλέπει εθελοντική μείωση της παραγωγής τους κατά 1,2 εκατ. βαρέλια μέχρι τον Ιούνιο. Όμως η τακτική Τραμπ είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει το διευρυμένο καρτέλ σε ρήξη.
Οι αγοραστές
Ευρύτερο ενδιαφέρον έχουν, πάντως, οι αντιδράσεις των αγοραστών του ιρανικού πετρελαίου. Ήδη η κυβέρνηση Μόντι της Ινδίας δήλωσε ότι θα συμμορφωθεί με το μήνυμα της Ουάσινγκτον, αντικαθιστώντας τις ιρανικές εισαγωγές της, για τον φόβο των αμερικανικών κυρώσεων. Όμως άλλες δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Τουρκία, αντέδρασαν οργισμένα.
"Η αμερικανική απόφαση να τερματίσει τις εξαιρέσεις για τις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου δεν υπηρετεί την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα, όμως θα βλάψει τον ιρανικό λαό. Η Τουρκία απορρίπτει μονομερείς κυρώσεις και πιέσεις για τον τρόπο που θα διεξάγει τις σχέσεις με τους γείτονες", τόνισε μέσω Twitter ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Το ότι ένα 24ωρο αργότερα έγινε γνωστό ότι η προμήθεια από την Τουρκία ρωσικών συστημάτων S-400 θα πραγματοποιηθεί εντός του Ιουλίου δείχνει ότι η απομάκρυνση της Άγκυρας από τις αμερικανικές προτεραιότητες είναι συνολική.
"Η Κίνα γνωστοποίησε την έντονη αντίδρασή της στην εφαρμογή μονομερών κυρώσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες", δήλωσε στους δημοσιογράφους ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Γκενγκ Σουάνγκ, ο οποίος εκτίμησε πως η αμερικανική απόφαση θα "εντείνει τα προβλήματα στη Μέση Ανατολή".
"Η Κίνα καλεί τις Ηνωμένες Πολιτείες να σεβαστούν τα συμφέροντα και τις ανησυχίες της", πρόσθεσε, χωρίς να διευκρινίζει αν θα ανασταλούν οι κινεζικές εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου. Σύμφωνα με το πρακτορείο S&P Global Platts, το Ιράν εξήγε κατά μέσο όρο 1,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα τον Μάρτιο, από τα οποία σχεδόν 628.000 στην Κίνα.
"Μια τέτοια πορεία δράσης δεν θα προσθέσει κανένα διεθνές κύρος στους Αμερικανούς και ο υπόλοιπος κόσμος αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική της Ουάσινγκτον γίνεται όλο και πιο επιθετική και απερίσκεπτη", ανέφερε το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών σε ανακοίνωσή του. "Στην επιδίωξή τους για παγκόσμια ηγεμονία, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν απειλούν μόνο τη διεθνή κοινότητα με τιμωρητικά οικονομικά μέτρα, αλλά φέρνουν και σύννεφα πολέμου στη Μέση Ανατολή", πρόσθεσε.
Στο στόχαστρο το Ορμούζ
Στο ίδιο το Ιράν, ο ανώτατος ηγέτης αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ δήλωσε καθησυχαστικά: "Μπορούμε να εξάγουμε όσο από το πετρέλαιό μας χρειαζόμαστε και θέλουμε". Πάντως ο πρόεδρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας, Χασάν Ροχανί, δεν άφησε πολλά περιθώρια διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ, παρά μόνο αν "αρθούν όλες οι πιέσεις, ζητηθεί συγγνώμη για τις παράνομες ενέργειες και υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός". Προηγουμένως, ο αρχηγός της ναυτικής δύναμης των Φρουρών της Επανάστασης είχε δηλώσει απειλητικά ότι, αν παρεμποδιστεί η διέλευση ιρανικών πλοίων από τα Στενά του Ορμούζ στην είσοδο του Περσικού Κόλπου, τότε αυτά θα κλείσουν.
Πηγή: capital.gr
Leave a comment